- τέτρομος
- τέτρομοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τέτρομος — ὁ, Α τρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τέτραμος*, κατ επίδραση τού τρόμος] … Dictionary of Greek